- μεθυσοχάρυβδις
- μεθυσο-χάρυβδις, ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μεθυσοχάρυβδις — μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α) 1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη 2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις*] … Dictionary of Greek
μεθυσοχάρυβδις — wine charybdis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)